28 Ιούν Ο Πολιτικός
Ο Βενιζέλος ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία στην Κρήτη το 1889 ως μέλος της φιλελεύθερης παράταξης του νησιού και καθιερώθηκε ως κορυφαία πολιτική μορφή της Κρήτης κατά την επανάσταση του 1897. Την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας (1898-1912), συνέβαλε από τις πρώτες ημέρες της με ακαταπόνητο ζήλο στη διαμόρφωση των θεσμών και του Συντάγματός της, παρήγαγε πλούσιο νομοθετικό έργο, ως Σύμβουλος επί της Δικαιοσύνης, ως επαναστατικός και πολιτικός ηγέτης και ως ο πιο έγκυρος συνομιλητής των Προξένων των Προστάτιδων Δυνάμεων. Η διαφωνία του με τον Αρμοστή της Κρήτης Πρίγκιπα Γεώργιο αφορούσε το καίριο ζήτημα της προώθησης του εθνικού ζητήματος της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, αλλά εξελίχθηκε σε σύγκρουση γύρω από τη μορφή του πολιτεύματος. Έληξε μετά την επανάσταση του Θερίσου με την αντικατάσταση του απολυταρχικού πρίγκιπα από το μετριοπαθή Έλληνα πολιτικό Αλέξανδρο Ζαΐμη και τη θέσπιση πιο φιλελεύθερου συντάγματος για την Κρήτη. Μέσα στο πλαίσιο αυτού του συντάγματος εξελίχθηκε ο πολιτικός βίος μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου του 1908, όταν μία νέα επανάσταση στην Κρήτη κατήργησε τον απόντα αρμοστή Ζαΐμη, κήρυξε την ένωση με την Ελλάδα και υιοθέτησε το σύνταγμα και τους νόμους του ελληνικού κράτους. Για τέσσερα ακόμη χρόνια, χρόνια σχεδόν διαρκούς πολιτικής κρίσης και για την Ελλάδα και για την Κρήτη, η Ελλάδα αδυνατούσε να αναγνωρίσει το νέο καθεστώς, διότι η Πύλη απειλούσε με πόλεμο. Όλα αυτό το διάστημα στις προσπάθειες του νησιού για Ένωση με την Ελλάδα, ο Βενιζέλος ισορροπούσε με ευελιξία ανάμεσα στην τόλμη και στη μετριοπάθεια.
Τον Οκτώβριο του 1910, αφού εγκατέλειψε την πρωθυπουργία της Κρήτης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε τη διακυβέρνηση στην Ελλάδα. Πρώτο του μέλημα ήταν η εξομάλυνση των ταραγμένων σχέσεων της χώρας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η επάνοδος της πολιτικής ομαλότητας στο εσωτερικό σε συνδυασμό με την αναθεώρηση του συντάγματος του 1864, η οποία ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1911, καθώς και η καθιέρωση του κράτους Δικαίου στην Ελλάδα. Αποκατέστησε την ηρεμία στις ένοπλες δυνάμεις επαναφέροντας στην ηγεσία τους το Διάδοχο Κωνσταντίνο και επέβλεψε προσωπικά την αναδιοργάνωση του στρατού και του ναυτικού και την εκπαίδευσή τους από ξένες στρατιωτικές αποστολές. Υπήρξε ο πρωτεργάτης της πολιτικής και οικονομικής ανόρθωσης και της νικηφόρας έκβασης των Βαλκανικών πολέμων (1912-1913), που είχαν ως αποτέλεσμα τον εδαφικό διπλασιασμό της Ελλάδας και τη ριζική αλλαγή της διεθνούς της θέσης. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου ήρθε σε ρήξη με το στέμμα για τον προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής, αλλά, με κόστος τον Εθνικό Διχασμό (1915-1917), επέβαλε την πολιτική του για είσοδο της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Ως αντάλλαγμα για τη συμβολή της στις πολεμικές επιχειρήσεις των Συμμάχων η Ελλάδα κέρδισε τη Δυτική και την Ανατολική Θράκη και την Αρμοστεία της Σμύρνης (1919). Αλλά στις κρίσιμες εκλογές του Νοεμβρίου 1920 ο εξουθενωμένος από τους πολέμους και τις εσωτερικές συγκρούσεις ελληνικός λαός αποδοκίμασε την πολιτική του Βενιζέλου. Ο Βενιζέλος ηττήθηκε, και αποσύρθηκε από την πολιτική για να επιστρέψει στο διπλωματικό προσκήνιο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Τότε με δύο ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες του (1923) ― την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών και τη Συνθήκη της Λωζάννης, που καθόρισε τα σύνορα ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία ― άλλαξε τον προσανατολισμό της ελληνικής πολιτικής και έβαλε τα θεμέλια της ειρηνικής ανάπτυξης.
Ο Μεσοπόλεμος ήταν για την Ελλάδα περίοδος οδυνηρών δοκιμασιών: οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις των πολέμων και της Μικρασιατικής καταστροφής, προσφυγικό ζήτημα, πολιτική αστάθεια, στρατιωτικά πραξικοπήματα. Στο ζήτημα του πολιτεύματος ο Βενιζέλος, αν και αρχικά αντίθετος με την κατάργηση της βασιλευομένης δημοκρατίας, μετά την καθιέρωση της αβασίλευτης δημοκρατίας το 1924 τάχθηκε αντίθετος στην παλινόρθωση της μοναρχίας. Οι επιλογές του στο πολιτειακό ζήτημα αποξένωσαν τόσο τους ακραίους δημοκρατικούς όσο και τους υποστηρικτές της βασιλείας.
Αν και στη διεθνή σκηνή το κύρος του διατηρείτο αμείωτο στη χώρα του ο Βενιζέλος, μετά το 1920, είχε πάψει να είναι ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης μιας ενιαίας φιλελεύθερης παράταξης, και η πολιτική του είχε αμφισβητηθεί από στενούς του συνεργάτες της πρώτης περιόδου, όπως ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος. Και όμως, η τελευταία τετραετία της διακυβέρνησής του (1928-1932), στην οποία επιστράτευσε όλες του τις πνευματικές και σωματικές δυνάμεις, ήταν μία βραχύβια περίοδος σταθερότητας και δημιουργίας. Το τέλος της σταδιοδρομίας του σημαδεύτηκε από το αποτυχημένο κίνημα βενιζελικών αξιωματικών του Μαρτίου 1935 και την αυτοεξορία του στο Παρίσι. Αλλά και τότε ακόμη δεν έπαυσε να ενδιαφέρεται για τα κοινά. Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του εργαζόταν για τη συμφιλίωση των παρατάξεων και για τη σωτηρία του κοινοβουλευτισμού.
Η πολιτική του σταδιοδρομία χαρακτηρίζεται από πολλές αναθεωρήσεις και φαινομενικές αντιφάσεις. Αλλά πίσω από όλα αυτά διακρίνει κανείς δύο τάσεις που φαινομενικά μόνο είναι ασύμβατες μεταξύ τους, την τάση, όταν πίστευε στην ορθότητα της πολιτικής του επιλογής, να ωθεί τα πράγματα, είτε μέσω ελιγμών και συμβιβασμών είτε μέσω ανοικτής αντιπαράθεσης, στην οριστική επιβολή τους∙ και την τάση να επιδιώκει την κοινωνική πρόοδο αναζητώντας λύσεις που συμβιβάζουν και εξισορροπούν τα αντικρουόμενα κοινωνικά συμφέροντα. Για τον Βενιζέλο, το καθεστώς που εξυπηρετούσε αυτόν τον κοινωνικό ρόλο της πολιτικής του ήταν η κοινοβουλευτική δημοκρατία.