28 Ιούν Ελευθέριος Βενιζέλος. Από την Κρητική στην Ευρωπαϊκή σκηνή
Αγώνες για την ελευθερία και την ειρήνη
Η ζωή του Ελευθερίου Βενιζέλου μοιράζεται εξίσου μεταξύ του 19ου και του 20ου αιώνα. Έζησε την πλέον ταραγμένη περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας την οποία σφράγισε στο πέρασμά του, ενώ υπήρξε από τους πρωταγωνιστές μιας αποφασιστικής περιόδου της ευρωπαϊκής ιστορίας.
Μεγάλωσε ως υπόδουλος Έλληνας και πολύ ενωρίς ένιωσε τη δεσποτική κυριαρχία και τις ταπεινώσεις του ξένου δυνάστη. Σε ηλικία μόλις δύο ετών, μετά την έκρηξη της μεγάλης Κρητικής επανάστασης του 1866, θα γευτεί τους πικρούς καρπούς της προσφυγιάς και θα βρεθεί μαζί με την οικογένειά του εξόριστος για έξι χρόνια στην ελεύθερη Ελλάδα. Ύστερα από ένα νέο επαναστατικό κίνημα στην Κρήτη, το 1889, νεαρός δικηγόρος και βουλευτής, για να αποφύγει τη μήνη του Οθωμανικού καθεστώτος, θα καταφύγει εξόριστος, αυτή τη φορά στην Αθήνα.
Η Κρήτη τελούσε υπό συνεχή εξέγερση την οποία ακολουθούσε πάντα αιματηρή καταστολή. Τα νεανικά χρόνια του Βενιζέλου ήταν σε μικρογραφία η ζωή του κρητικού λαού επί διακόσια και πλέον χρόνια: ανασφάλεια, τυραννία, αυθαιρεσίες, διώξεις και φόνοι.
Τον Ιανουάριο του 1897 ξεσπά η τελευταία Κρητική επανάσταση, της οποίας την ηγεσία σταδιακά αναλαμβάνει ο Βενιζέλος. Κατά την διάρκειά της λαμβάνουν χώρα αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ του χριστιανικού και μουσουλμανικού στοιχείου.
Εικοσιδύο μήνες αργότερα, η Κρήτη ελευθερώνεται και ανακηρύσσεται αυτόνομη πολιτεία με Ύπατο Αρμοστή τον πρίγκιπα Γεώργιο, γιο του βασιλιά της Ελλάδος Γεωργίου του Α΄.
Στο έργο της συγκρότησης του νέου κράτους σημαντικό ρόλο παίζει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος μετέχει ως Σύμβουλος (υπουργός) Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση του πρίγκιπα. Σε ελάχιστο χρόνο δημιουργεί σύγχρονο και αποτελεσματικό δικαστικό σύστημα το οποίο εδραίωσε το αίσθημα δικαιοσύνης και ασφάλειας μεταξύ των κατοίκων της Κρήτης. Το νομοθετικό του έργο καλύπτει όλους τους τομείς της αστικής και ποινικής δικαιοσύνης, ενώ επιμένει ιδιαιτέρως στην απόλυτη εξασφάλιση των δικαιωμάτων της τουρκικής μειονότητας και εισάγει διατάξεις που της παρέχουν ισονομία, πολιτική ισότητα και θρησκευτική ελευθερία.
Παρά το ότι τα γεγονότα της επανάστασης είναι πρόσφατα και οι πληγές στάζουν ακόμα αίμα, ο Βενιζέλος δεν τρέφει μνησικακία και ούτε διακατέχεται από πνεύμα εκδικητικότητας μετά τις τραυματικές εμπειρίες των παιδικών και νεανικών του χρόνων. Άλλωστε είχε αποδείξει εμπράκτως το σεβασμό του στα δικαιώματα της μειονότητας, όταν λίγα χρόνια πριν, διακινδυνεύοντας τη φήμη του ως του σημαντικότερου δικηγόρου της Κρήτης και παραμερίζοντας τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης υπερασπίστηκε σε υπόθεση φόνου μουσουλμάνους, με αποτέλεσμα την καταδίκη σε θάνατο δύο χριστιανών.
Άνθρωπος μεγάλου ηθικού αναστήματος και με υψηλή αντίληψη του δικηγορικού λειτουργήματος παρείχε τη συνδρομή του σε όλους, ανεξαρτήτως θρησκεύματος και φυλής. Εμφορείτο δε από πνεύμα ανοχής και μετριοπάθειας, το οποίο εδραζόταν σε φιλελεύθερες αντιλήψεις, σε μία ευρύτατη πνευματική συγκρότηση και σε ηθικές αρχές που αναπτύχθηκαν σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που εδέσποζε η προσωπικότητα ενός υποδειγματικού πατέρα και πατριώτη.
Από νέος ο Βενιζέλος αποκτά κλασσική παιδεία και του αρέσει να απαγγέλλει στίχους από αρχαία κείμενα, ενώ διαβάζει ελληνική και ξένη λογοτεχνία.
Ζει και αναπνέει τον αέρα της Χαλέπας, αέρα έμφορτο από τις ιδέες του ελληνικού αλυτρωτισμού, που διασταυρώνονται με τις ιδέες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και τα σύγχρονα ευρωπαϊκά ιδεολογικά και πολιτισμικά ρεύματα. Η Χαλέπα, κέντρο της πολιτικής ζωής της Κρήτης, έδρα των προξένων των Μεγάλων Δυνάμεων, τόπος σημαντικών γεγονότων και σημαντικών ανδρών, με την περιρρέουσα ηρωική, αντιστασιακή, πολιτική και πνευματική της ατμόσφαιρα, θα επηρεάσει αποφασιστικά τη ψυχοσύνθεση και θα σφραγίσει την προσωπικότητα του νέου πολιτικού. Ήδη την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας, ο Βενιζέλος είχε σαφείς ιδεολογικούς και πολιτικούς προσανατολισμούς και είναι ο εκφραστής του φιλελεύθερου πνεύματος της Κρήτης, που θα τον οδηγήσει σε σύγκρουση με τον απολυταρχικό ύπατο αρμοστή, σύγκρουση η οποία άλλωστε σοβούσε από καιρό και λόγω της διαφωνίας των δύο ανδρών στους χειρισμούς του Κρητικού ζητήματος.
Με αυτά τα ιδεολογικά και πολιτικά εφόδια, ο Βενιζέλος μεταπηδά το 1910 από την κρητική στην ελληνική πολιτική σκηνή, γίνεται πρωθυπουργός της Ελλάδας και προχωρεί σε ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, που οδηγούν στον εκσυγχρονισμό και τον εξευρωπαϊσμό της χώρας και καθιερώνουν το κράτος Δικαίου.
Προηγουμένως θα απορρίψει πρόταση της ηγεσίας της στρατιωτικής επαναστάσεως, που το 1909 είχε επικρατήσει στην Αθήνα, να γίνει δικτάτωρ, επιβεβαιώνοντας έτσι την πίστη του στην Κοινοβουλευτική Δημοκρατία και τους ελεύθερους θεσμούς.
Την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησής του ο Βενιζέλος έτεινε χείρα φιλίας προς την Τουρκία και επεδίωξε την ειρηνική συνεργασία των δύο κρατών. Άλλωστε την εποχή εκείνη η ιδέα ότι στο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης Τουρκίας θα μπορούσαν να ζήσουν ειρηνικά οι ελληνικοί πληθυσμοί που κατοικούσαν στα παράλια της Μικράς Ασίας και στην Κωνσταντινούπολη και ήλεγχαν το εμπόριο και την οικονομία, είχε πολλούς οπαδούς στην Αθήνα.
Οι ελπίδες όμως, που είχε γεννήσει η νεοτουρκική επανάσταση για φιλελευθεροποίηση διαψεύστηκαν και οι απηνείς διωγμοί των χριστιανικών πληθυσμών της Βαλκανικής φέρνουν τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, από τον οποίο τα συμμαχικά κράτη Ελλάδα, Βουλγαρία και Σερβία αποκομίζουν σημαντικά εδαφικά οφέλη. Η λήξη του πολέμου δε βρίσκει ικανοποιημένη τη Βουλγαρία από τη διανομή των κερδών της νίκης και τη δυσαρέσκειά της αυτή την εκδηλώνει, τον Ιούνιο του 1913 με αιφνιδιαστική επίθεση κατά της Ελλάδας και της Σερβίας. Ο Βενιζέλος προσπάθησε να αποφύγει το νέο πόλεμο και να λύσει τις διαφορές με ειρηνικά μέσα. Προέβη μάλιστα σε παραχωρήσεις προς τη Βουλγαρία, ενώ πίεσε τη Σερβία να πράξει το ίδιο, αλλά οι διεκδικήσεις της Βουλγαρίας δεν έδιναν περιθώρια στην ειρήνη. Ο πόλεμος έληξε εις βάρος της Βουλγαρίας και οι εμπόλεμοι στους οποίους είχαν προστεθεί η Ρουμανία και η Τουρκία, ρύθμισαν προσωρινά τις διαφορές τους στο Βουκουρέστι στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913.
Την επομένη του πολέμου, ο Βενιζέλος αγωνίζεται για την επούλωση των πληγών που άνοιξαν οι δύο συρράξεις και για την παγίωση της ειρήνης στα Βαλκάνια. Γίνεται μάλιστα σημαιοφόρος της ιδέας της δημιουργίας Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Όμως, οι διεθνείς συγκυρίες δεν ευνοούν αυτή την πολιτική. Έτσι, τις παραμονές της εκρήξεως του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο ενός νέου ελληνοτουρκικού πολέμου. Το νεοτουρκικό καθεστώς διεκδικεί τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και εξαπολύει μεγάλους διωγμούς κατά του ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας. Ο Βενιζέλος, προκειμένου να αποφύγει τον πόλεμο, προτείνει στην Τουρκία ακόμα και την ανταλλαγή των πληθυσμών και συμβιβαστικές ρυθμίσεις στο θέμα των νησιών. Παράλληλα, όμως, με την τουρκική απειλή εκδηλώνονται ο ρεβανσισμός της Βουλγαρικής ηγεσίας, οι ιμπεριαλιστικές βλέψεις της Αυστροουγγαρίας στην περιοχή και οι αντιθέσεις με την Ιταλία στο θέμα των Δωδεκανήσων και στη χάραξη των συνόρων της Αλβανίας. Ο Βενιζέλος αναζητεί εναγωνίως ισχυρά διεθνή ερείσματα για την αντιμετώπιση των κινδύνων που απειλούν τη χώρα.
Η έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου του προσφέρει την ευκαιρία να αποκτήσει τα ερείσματα που επιδιώκει. Έτσι, ευθύς μετά την κήρυξη του πολέμου προτείνει δύο φορές στους συμμάχους την συμμετοχή της Ελλάδας στη συμμαχία και στον πόλεμο. Ο Έλληνας πρωθυπουργός πιστεύει, ότι με τη στρατηγική του αυτή, θα εξασφαλίσει την απειλούμενη εδαφική ακεραιότητα της χώρας και δευτερεύοντως τις αλυτρωτικές επιδιώξεις της Ελλάδος. Γι’ αυτό αγωνίζεται να εισέλθει πρώτος στην Αντάντ εξωθώντας την Τουρκία στο στρατόπεδο των Κεντρικών Δυνάμεων και παράλληλα επιδιώκει να προσεταιριστεί τη Βουλγαρία ή να την υποχρεώσει σε ουδετερότητα. Ο Βενιζέλος, θιασώτης της θαλάσσιας ισχύος, είχε μία εντυπωσιακή πίστη στην επικράτηση της Αντάντ, λόγω της απόλυτης κυριαρχίας της στη θάλασσα. Θα τονίσει δε «ότι η Μ. Βρετανία στον πόλεμο κερδίζει πάντα μία μάχη, την τελευταία». Πέραν, όμως, των πολεμικών επιλογών του, ο Έλληνας ηγέτης επίστευε ότι για λόγους ιδεολογικούς και πολιτικούς η θέση της χώρας ήταν στο πλευρό των δυτικών κοινοβουλευτικών Δημοκρατιών και επεδίωκε την οργανική σύνδεση μαζί τους και κατά τούτο υπήρξε ασφαλώς ο θεμελιωτής της εντάξεως της Ελλάδας στον δυτικό κόσμο. Δίνοντας δε την ιδεολογική διάσταση της πολιτικής του αυτής θα δηλώσει τότε ότι η «Ελλάς πρέπει να μετάσχη του αγώνος της ελευθέρας Ευρώπης κατά του βαρβάρου και ανελευθέρου μιλιταρισμού όστις θ’ αποτελέσει καταστροφήν της Ελλάδος ως και ολοκλήρου της Ευρώπης». Οι πρωτοβουλίες αυτές του Βενιζέλου δεν ευρίσκουν ανταπόκριση μεταξύ των Δυτικών συμμάχων, οι οποίοι φοβούνται ότι η είσοδος της Ελλάδος στον πόλεμο θα οδηγήσει τη Βουλγαρία στο αντίπαλο στρατόπεδο. Η ελάχιστα διορατική πολιτική της Αντάντ, εκτός του ότι δεν θα φέρει τη Βουλγαρία στο στρατόπεδό της, θα οδηγήσει στη συντριβή της Σερβίας, θα αποδυναμώσει εσωτερικά τον Βενιζέλο και θα ενισχύσει τη φιλογερμανική ουδετερότητα των ανακτόρων και του ελληνικού επιτελείου.
Τα γεγονότα που ακολουθούν θα δοκιμάσουν σκληρά την πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων στο Βαλκανικό χώρο και θα τις εμπλέξουν στη δίνη του ελληνικού δράματος, το οποίο στους μεν Έλληνες θα κοστίσει έναν ολέθριο εμφύλιο πόλεμο, στους δε συμμάχους την παράταση του πολέμου.
Όταν οι σύμμαχοι αντιλαμβάνονται τη σημασία του ελληνικού παράγοντα είναι πλέον αργά.
Ο Βενιζέλος, παρά την πρόσφατη υπέρ αυτού λαϊκή ετυμηγορία, έχει αποπεμφθεί από το βασιλιά Κωνσταντίνο και οι ανακτορικές κυβερνήσεις που τον διαδέχονται εν ονόματι της «ουδετερότητας» απορρίπτουν τις προτάσεις των συμμάχων για έξοδο στον πόλεμο, με δέλεαρ την παραχώρηση προς την Ελλάδα της Σμύρνης, της Ανατολικής Θράκης και της Κύπρου, ενώ παράλληλα αποδέχονται αδιαμαρτύρητα την κατάληψη της ανατολικής Μακεδονίας από τα γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα.
Η παραβίαση του συντάγματος από το βασιλιά και ο ακρωτηριασμός της χώρας υποχρεώνουν το Βενιζέλο να καταφύγει στη Θεσσαλονίκη και να δημιουργήσει δεύτερο ελληνικό κράτος, το οποίο εισέρχεται στο πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων. Η σύγκρουση μεταξύ του φιλογερμανικού κράτους των Αθηνών και του φιλοσυμμαχικού κράτους της Θεσσαλονίκης λαμβάνει χαρακτήρα εμφυλίου πολέμου και σ’ αυτόν εμπλέκονται το Λονδίνο, το Παρίσι, το Βερολίνο, η Αγία Πετρούπολη και η Ρώμη. Τελικώς, ο Βενιζέλος, με τη βοήθεια των συμμάχων και παρά τις αρχικές επιφυλάξεις της Βρετανίας και τη σφοδρή αντίδραση της Ρωσίας και της Ιταλίας, ανατρέπει τον Κωνσταντίνο, ενώνει το κράτος και η Ελλάδα ενωμένη μετέχει στον πόλεμο και συμβάλει σημαντικά στη συμμαχική νίκη στο μέτωπο της Θεσσαλονίκης, νίκη η οποία θα αποφέρει την πτώση και παράδοση της Βουλγαρίας και της Τουρκίας, των δύο στηριγμάτων της Γερμανίας στο χώρο της Εγγύς Ανατολής.
Σ’ όλο αυτό το διάστημα, μέχρι τη λήξη του πολέμου, ο Βενιζέλος διατήρησε την πρωτοβουλία των κινήσεων και αξιοποίησε την παρουσία των δυτικών δυνάμεων για τη λύση του εσωτερικού προβλήματος της χώρας και για την επίτευξη των στόχων του στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.
Τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, όπως ορθά επισημαίνεται από ιστορικούς, το κίνημα της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη το 1916 ήταν ανάλογο εκείνου του στρατηγού Ντε Γκωλ κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι σχέσεις, όμως, των συμμαχικών δυνάμεων με τους ηγέτες των δύο κινημάτων διαφέρουν ριζικά. Η συμπεριφορά των συμμάχων απέναντι στον Ντε Γκωλ, εκτός του ότι ήταν προσβλητική και μειωτική, είχε όλα τα χαρακτηριστικά της επέμβασης στα εσωτερικά των Γάλλων.
Αντιθέτως, ο Βενιζέλος έχαιρε καθολικής αναγνωρίσεως και σεβασμού μεταξύ των ηγετών του Δυτικού κόσμου και ήταν το «χαϊδεμένο παιδί» του Τύπου των χωρών αυτών. Αν και ηγέτης μικρού και βαθύτατα διχασμένου έθνους, είχε βαρύνοντα λόγο και επηρέασε σημαντικά τις αποφάσεις των πολιτικών και στρατιωτικών ηγεσιών της Δύσεως. Μετά τον πόλεμο, στη διάρκεια των εργασιών της διάσκεψης της ειρήνης, όπως παρατηρεί ο H. A. Gibbons «o Έλληνας πρωθυπουργός εξασφάλισε μία θέση στη διάσκεψη, όχι μόνον ενώπιον της κοινής γνώμης αλλά και μεταξύ των συναδέλφων του, που ήταν δυσανάλογη με το μέγεθος και τη σημασία της χώρας του». Ο Βενιζέλος γνωρίζει στο Παρίσι μία πραγματική «αποθέωση». Ολόκληρος ο Τύπος του αφιερώνει εγκωμιαστικά σχόλια. Οι Times θα γράψουν πως «ήταν η περίπτωση του προσωπικού θριάμβου». Οι σύμμαχοι και η κοινή γνώμη δεν έχουν λησμονήσει ότι ήταν αυτός που πρότεινε την είσοδο της Ελλάδος στον πόλεμο την πιο δύσκολη ώρα, τον Αύγουστο του 1914, όταν οι Γερμανοί ήταν έξω από το Παρίσι. Ο Τσώρτσιλ, στο βιβλίο του The World Crisis, θα γράψει ότι «οι προσωπικές του ικανότητες, το γόητρό του, οι περίφημες υπηρεσίες που προσέφερε στους Συμμάχους, του εξασφάλισαν μια θέση σχεδόν ισότητας με τους ηγέτες των σπουδαιότερων νικητριών χωρών και μαζί του η χώρα του ανέβηκε σε ιλιγγιώδη ύψη και ατένιζε εκθαμβωτικούς ορίζοντες».
Ο Βενιζέλος αγωνίζεται για τους εθνικούς σκοπούς της χώρας του και πραγματοποιεί τους στόχους που έχει θέσει σε σχέση με τις διεκδικήσεις της Ελλάδας. Παράλληλα, όμως υπερβαίνοντας την εθνική σκηνή, πρωτοστατεί στην ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών και αγωνίζεται για την επικράτηση της ιδέας της. Ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας, Άσκουϊθ, θα τον χαρακτηρίσει ως «την κυριότερη αυθεντία στο ζήτημα της Κοινωνίας των Εθνών» και ο Μπάλφουρ θα τον προτείνει ως πρώτο πρόεδρό της, πρόταση που δεν αποδέχεται ο Βενιζέλος.
Στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920 υπογράφεται στο Παρίσι η συνθήκη των Σεβρών που αποτέλεσε την κορύφωση των διπλωματικών θριάμβων του Έλληνα πολιτικού.
Ο Βενιζέλος επιστρέφει στην Ελλάδα και προκηρύσσει εκλογές, οι οποίες πραγματοποιούνται την 1η Νοεμβρίου του 1920. Η εκλογική του ήττα αποτέλεσε μεγάλη έκπληξη για τη διεθνή κοινή γνώμη και την ευρωπαϊκή ηγεσία. «Συνέβη», γράφει ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, «να βρίσκομαι με τον κ. Λ. Τζωρτζ στην αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου τη στιγμή που έφθασε το τηλεγράφημα που ανήγγειλε το αποτέλεσμα των ελληνικών εκλογών και την απόφαση του Βενιζέλου να αποχωρήσει από την πολιτική. Σοκαρίστηκε πάρα πολύ και ακόμα πιο πολύ μπερδεύτηκε […] σχολίασε με ένα μορφασμό: Τώρα είμαι ο μόνος που έμεινε (ο Πρόεδρος Ουΐλσον είχε καταβληθεί από την αρρώστια, ο Κλεμανσώ είχε αποσυρθεί και ο Ορλάντο είχε ηττηθεί)», και συμπληρώνει ο Τσώρτσιλ ότι «τα εκλογικά αποτελέσματα ήταν μία συνταρακτική έκπληξη για όλους».
Ο Βενιζέλος μετά την ήττα του θα παραιτηθεί από την πολιτική και θα εγκατασταθεί αυτοεξόριστος στο Παρίσι.
Στην εξουσία ανέρχονται οι αντίπαλοι του και στο θρόνο επιστρέφει ο Κωνσταντίνος. Οι εξελίξεις αυτές προκαλούν σφοδρές αντιδράσεις στην ηγεσία, τον Τύπο και την κοινή γνώμη των συμμαχικών πρωτευουσών. Οι Times σε μακροσκελές και ιδιαίτερα αιχμηρό άρθρο θα γράψουν, στις 17 Νοεμβρίου 1920, ότι «οι ψηφοφόροι […] απέπεμψαν από την εξουσία τον μεγάλο πολιτικό και πατριώτη που τους ανύψωσε από την κατάσταση της αδυναμίας και της διάλυσης, στην οποία τους βρήκε, σχεδόν στη θέση μίας Μεγάλης Δυνάμεως. Δεν μπορούμε να θυμηθούμε από την εποχή του Αριστείδη πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα λαϊκής αγνωμοσύνης ή λαϊκής αφροσύνης»∙ και συνεχίζει η εφημερίδα τονίζοντας ότι σύμμαχοι θα αρνηθούν την ελάχιστη βοήθεια «στον πράκτορα της Γερμανίας στο θρόνο των Αθηνών» και μεταφέροντας τα δημοσιεύματα του δυτικού Τύπου σημειώνει ότι «οι σύμμαχοι δεν εκχώρησαν σε έναν τέτοιο ηγεμόνα ή σε ένα τέτοιο λαό τη Θράκη, την Ευρωπαϊκή όχθη των Δαρδανελλίων και τη Σμύρνη». Παράλληλα, ο Τσώρτσιλ, εκφράζοντας τις αντιδράσεις της πολιτικής ηγεσίας στη Βρετανία, θα γράψει : «Υπήρχε η φιλοσυμμαχική Ελλάδα του Βενιζέλου και η φιλογερμανική του Κωνσταντίνου. Όλη η πίστη των συμμάχων άρχισε και τελείωσε με την Ελλάδα του Βενιζέλου. Όλη η δυσαρέσκεια επικεντρώθηκε επάνω στην Ελλάδα του Κωνσταντίνου». Οι Γάλλοι, που είχαν αιματηρά προηγούμενα από το Νοέμβριο του 1916 με τον Κωνσταντίνο, θα αντιδράσουν σφοδρότερα. Η Figaro θα υποστηρίξει την ανάγκη αναθεωρήσεως της γαλλικής πολιτικής σε σχέση με το ελληνικό πρόβλημα και θα τονίσει ότι «αν οι δυνάμεις αγνόησαν τις δυσκολίες και (υποστήριζαν την Ελλάδα) για τα όμορφα μάτια του Βενιζέλου, έχουν κάθε λόγο να αποστρέφονται τον επίορκο γαμπρό (του Κάιζερ Γουλιέλμου)». Ο Γάλλος πρωθυπουργός σε δηλώσεις του θα τονίσει ότι η πολιτική του Κωνσταντίνου «υπήρξε αιτία να παραταθεί ο πόλεμος επί εν έτος, πιθανόν δε δύο έτη», ο δε πρώην πρόεδρος των Η.Π.Α. W. Wilson, σε επιστολή του θα ευχηθεί τη γρήγορη επάνοδο του Βενιζέλου στην εξουσία και θα τονίσει «…δύναμαι ελευθέρως να εκφράσω τον μέγα θαυμασμόν μου, ότι δεν υπάρχει πολιτικός εις την Ευρώπην ικανώτερος δι’ αρχηγίαν κατά το δυσκολώτατον χρονικόν τούτο σημείον εν τη αναπτύξει των πολιτικών τυχών του κόσμου…».
Η ήττα του Βενιζέλου και η επάνοδος του Κωνσταντίνου στο θρόνο θα δημιουργήσει ιδιαίτερα εχθρική ατμόσφαιρα για την Ελλάδα και θα δώσει την ευκαιρία διαφοροποίησης της Γαλλίας και της Ιταλίας σε σχέση με το ελληνικό ζήτημα. Έτσι, η Ελλάδα δεν θεωρείται πλέον συμμαχική χώρα.
Και οι διάδοχοι του Βενιζέλου, που με τη φιλειρηνική δημαγωγία τους κέρδισαν τις εκλογές, αντί να σταματήσουν τον πόλεμο, όπως υπόσχονταν προεκλογικά, οδηγούν τον ελληνικό στρατό σε μία καταστροφική εκστρατεία μέχρι τα πρόθυρα της Άγκυρας. Η παράλογη αυτή στρατιωτική επιχείρηση, ο διχασμός του λαού, η εγκατάλειψη της χώρας από τους συμμάχους και, τέλος, η παρουσία στην Τουρκία ενός ηγέτη του διαμετρήματος του Κεμάλ, ο οποίος ενισχύεται από τη Σοβιετική Ένωση και αργότερα από τη Γαλλία και την Ιταλία, οδηγούν μοιραία στη Μικρασιατική καταστροφή, που εκτός των άλλων κακών, θα φέρει στην Ελλάδα 1.500.000 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.
Μετά την καταστροφή η Ελλάδα αγωνίζεται να επιβιώσει. Σ’ αυτές τις κρίσιμες στιγμές θυμάται πάλι τον άνθρωπο που είχε απομακρύνει δύο χρόνια πριν από την εξουσία. Η νέα κυβέρνηση των Αθηνών απευθύνεται στον Βενιζέλο και του ζητά να αναλάβει την εκπροσώπηση της χώρας στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται στη Λωζάννη με την Τουρκία. O Έλληνας ηγέτης, δαμάζοντας την ψυχική του οδύνη από την καταστροφή του έργου του, παραμερίζοντας το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας, τις αντιδράσεις των στρατηγών και τις προσδοκίες εκατομμυρίων προσφύγων, υπογράφει τον Ιούλιο του 1923 μια έντιμη ειρήνη, η οποία καθόρισε τα οριστικά σύνορα της Ελλάδας με την Τουρκία και έβαλε τα θεμέλια της Ελληνοτουρκικής φιλίας.
Τον Βενιζέλο διέκρινε μία συμμετρία μεταξύ ιδεαλισμού και ρεαλισμού. Και την πιο δύσκολη ώρα της νεώτερης Ελλάδος δεν επέτρεψε στους Έλληνες να καταληφθούν από την ψύχωση της ανταπόδοσης, που σε ανάλογες ιστορικές συγκυρίες είχε καταλάβει πολλούς λαούς. Αντίθετα, πρόβαλε την αναγκαιότητα της επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών και ξεπερνώντας τους παλαιούς εθνικισμούς και την πικρία εκατομμυρίων προσφύγων, οι οποίοι στο σύνολό τους ήταν οπαδοί και ψηφοφόροι του, θα υπογράψει το 1930 στην Άγκυρα το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας. Και θα δηλώσει τότε ότι «θεωρώ την συνθήκην της Λωζάννης ως οριστικόν διακανονισμόν μεταξύ των δύο κρατών του εδαφικού αυτών καθεστώτος […]. Δια τους λόγους τούτους ήλθομεν να σας τείνωμεν ειλικρινώς την χείρα, δηλούντες ότι ο προαιώνιος αγών έλαβεν οριστικόν τέλος». Ο Βενιζέλος θα προχωρήσει περισσότερο και θα προτείνει τον Κεμάλ Ατατούρκ ως υποψήφιο για το Νόμπελ Ειρήνης, αναγνωρίζοντας το ρόλο του στην επίτευξη της ελληνοτουρκικής συνεννόησης. Αναμφισβήτητα η παρουσία στην πολιτική σκηνή της Άγκυρας του Ιδρυτή της νέας Τουρκίας, αλλά και του Ισμέτ Ινονού, διευκόλυνε σημαντικά την προσέγγιση των δύο χωρών. Ο Βενιζέλος επίστευε ότι η πολιτική του αυτή εδραίωνε την ειρήνη στην Εγγύς Ανατολή και αποκαθιστούσε για πάντα την ελληνοτουρκική φιλία. Μια φιλία για την οποία πολλά χρόνια ενωρίτερα, τον Αύγουστο του 1908, έγραψε στην προσωπική του εφημερίδα Κήρυξ των Χανίων «ότι η συναίσθηση των κοινών συμφερόντων και κινδύνων θα οδηγήσει τους δύο λαούς σε στενή και ειλικρινή συνεργασία».
Ο Έλληνας ηγέτης, επιστρέφοντας στην εξουσία το 1928, θα αναπτύξει ειρηνικές πρωτοβουλίες προς όλες τις Βαλκανικές χώρες και θα δώσει έμφαση στην εσωτερική αναδημιουργία της Ελλάδας. Παρά το γεγονός ότι η ηγεσία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έχει εκλείψει από την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, εντούτοις ο Βενιζέλος θα γίνει δεκτός στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με μεγάλο σεβασμό και εκτίμηση.
Σε ηλικία 65 ετών εμφορούμενος από νέες ιδέες, θα υψώσει τη φωνή του για το ειρηνικό μέλλον της Ευρώπης.
Θα τον συγκινήσει ιδιαίτερα η ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης και θα υποστηρίξει με το διεθνές του κύρος και με συγκεκριμένες διπλωματικές ενέργειες τις πρωτοβουλίες του Γάλλου πρωθυπουργού Α. Μπριάν για τη δημιουργία της νέας Ευρώπης. Ο Βενιζέλος πιστεύει στον ιστορικό ρόλο της Ευρώπης και σε μία από τις συνεντεύξεις του για το θέμα, τον Οκτώβριο του 1929, θα τονίσει ότι «ο πόλεμος απέδειξεν ότι οι νικηταί είναι τόσον πτωχοί, όσον και οι ηττημένοι. Νομίζω ότι αι Ηνωμέναι Πολιτείαι της Ευρώπης θα αντιπροσωπεύουν, έστω και άνευ της Ρωσίας, μίαν δύναμιν αρκετά ισχυράν να προαγάγη εις ευχάριστον σημείον την ευημερίαν και των άλλων ηπείρων». Η ιδέα της ενοποίησης της Ευρώπης και η επικράτηση της ειρήνης στη γηραιά ήπειρο είναι ιδανικά που προσπαθεί να εμφυσήσει στην ελληνική νεολαία, προς την οποία απευθυνόμενος λέει: «Μέσα εις την σημερινήν Ελλάδα καλούμεθα να συγκροτήσωμεν έναν συγχρονισμένον κράτος, το οποίον εις μεν το εσωτερικόν αποστολήν έχει να υψώνει κάθε ημέραν το ηθικόν, το πνευματικόν και το υλικόν επίπεδον του λαού, εις δε το εξωτερικόν να είναι στοιχείον ειρήνης και αρμονίας μετάξυ των εθνών […] Πιστεύω λοιπόν, ακραδάντως ότι το πρώτον ιδεώδες που ημπορεί να έχη ένας λαός, αφού εξησφάλισε την πολιτικήν του ανεξαρτησίαν είναι πώς να εξασφαλίσει την ειρήνην. Διότι μόνον μέσα εις την ειρήνην ημπορούν να αναπτυχθούν όλα τα άνθη του πολιτισμού…».
Την ίδια εποχή, σε ομιλία του στην μοναστική κοινότητα του Αγίου Όρους θα καυτηριάσει τις εθνικιστικές προκαταλήψεις και θα τονίσει «Ιδιαιτέρως επιθυμώ να εξάρω, ότι εδώ κατωρθώσατε να λύσητε το ζήτημα της Κοινωνίας των Εθνών δια της αγαστής συνεργασίας όλων των ορθοδόξων. Είμαι βέβαιος ότι η συνεργασία αυτή θα γίνη παράδειγμα εις ημάς τους πολιτικούς, οι οποίοι δεν φέρομεν ράσον, να δώσωμεν το χέρι οι μεν εις τους δε, και να τερματίσωμεν τους πολέμους και να ωθήσωμεν τον κόσμον εις την πραγματοποίησιν των υψηλών διδαγμάτων του χριστιανισμού.[…]. Δεν μας χρειάζονται πλέον οι πόλεμοι. Νομίζω ότι, όπως έγραψα εις τον Ισμέτ Πασάν, όταν ήλθον εις την Κυβέρνησιν, αυτός ο “νταβάς” [δίκη], ον έχομεν προς τους Τούρκους επί τόσους αιώνας, πρέπει να παύσει πλέον με τον τελευταίον πόλεμον και την συνθήκην, έστω και της Λωζάννης. Εις την Ευρώπην εκερδίσαμεν αυτόν τον “νταβάν” κατά το πλείστον. Εις την Μικράν Ασίαν δυστυχώς εχάσαμεν εξ’ ολοκλήρου. Είναι καλλίτερον να αποδεχθώμεν τα γενόμενα και να στρέψωμεν όλην την προσοχήν μας εις τον τόπον, τον οποίον έχομεν, εγκαταλείποντες πλέον τον εθνικόν αγώνα».
Ο Βενιζέλος στο τέλος της πολυκύμαντης σταδιοδρομίας του εδονείτο από το πάθος της επικράτησης της ειρήνης στον ευαίσθητο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και ευρύτερα στην Ευρώπη και προς το σκοπό αυτό έπραξε πολλά.
Οι επιτυχημένες πρωτοβουλίες του για συνεννόηση και ειρηνική επίλυση των διαφορών στα Βαλκάνια αποτελούν γεγονότα μεγάλης ιστορικής σημασίας.
Την περίοδο αυτή θα υπερβεί για μια ακόμη φορά τα στενά εθνικά πλαίσια και οι ορίζοντες του θα αγκαλιάσουν ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Οραματίζεται ένα μέλλον ειρηνικό που θα προάγει τον πολιτισμό και την πρόοδο και θα ξεπερνά τους παλαιούς εθνικισμούς.
Σε μνημειώδη λόγο του στην Κοινωνία των Εθνών, ενώπιον της ευρωπαϊκής ηγεσίας, με ανεπιφύλακτη πίστη θα διακηρύξει: «Ποιος μπορεί ν’ αμφισβητήσει σήμερα ότι απ’ εδώ κι εμπρός, ο πόλεμος είναι για όλο τον κόσμο μια πολύ κακή υπόθεση; Θίγει τους γέρους, τις γυναίκες, τα παιδιά τόσο όσο και τους εμπολέμους. Και ότι ανάμεσα σ’ αυτούς τους τελευταίους δεν είναι τώρα πια δυνατόν να υπάρχουν νικηταί και ηττημένοι, γιατί, τελικά, όλοι θα είναι νικημένοι. Ποιος είναι αυτός, που θα έχει αμφιβολίες μπροστά στις τελειοποιήσεις των μέσων καταστροφής, ιδίως στο χημικό τομέα, ότι κάθε περίπτωση νέου πολέμου δεν θα είναι πράξη φρικτής και εγκληματικής παραφροσύνης;»
Στην Ελλάδα ο Βενιζέλος ταυτίζεται, ως επί το πλείστον, με το μεγάλο του έργο της εθνικής αποκατάστασης. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού είναι να επισκιαστεί το λαμπρό του έργο της εσωτερικής ανάπλασης και του εκσυγχρονισμού της χώρας, καθώς και η αποφασιστική συμβολή του στη θεμελίωση του ειρηνικού μέλλοντος του λαού του.
Ιδιαίτερα δε σε ό,τι αφορά τις φιλειρηνικές πρωτοβουλίες του, θα πρέπει να τονισθεί ότι η ιστορία τον έχει αδικήσει, παρά το ότι το έργο αυτό έχει μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον και προσφέρεται για την εξαγωγή χρήσιμων επιστημονικών συμπερασμάτων, αλλά και για την άντληση διδαγμάτων μεγάλης εθνικής και διεθνούς σημασίας.