27 Οκτ Μ. Περάκης, “Το τέλος της οθωμανικής Κρήτης. Οι όροι κατάρρευσης του καθεστώτος της Χαλέπας (1878-89)”: βιβλιοκριτική του Α. Λυμπεράτου.
Μάνος Περάκης, Το τέλος της οθωμανικής Κρήτης. Οι όροι κατάρρευσης του καθεστώτος της Χαλέπας (1878-89), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος – Βιβλιόραμα, Αθήνα 2008.
Γράφει ο Ανδρέας Λυμπεράτος*.
Τα χρόνια που η Κρήτη κυβερνήθηκε υπό τους όρους της σύμβασης της Χαλέπας (1878-1889) μπορούν να ιδωθούν εκ των υστέρων ως ένα στάδιο, ένας αναβαθμός στην μακρά πορεία ανεξαρτητοποίησης του νησιού από την Οθωμανική εξουσία (1898) και ένωσής του με την υπόλοιπη Ελλάδα (1913). Την αδρή αυτή και γραμμική θεώρηση έρχεται να εμπλουτίσει και να διορθώσει, όπου είναι αναγκαίο, το βιβλίο του Μάνου Περάκη, καρπός μακροχρόνιας ερευνητικής προσπάθειας. Και αυτό με δύο τρόπους: Αφενός ανασυνθέτει στις σελίδες του το ρευστό κλίμα μιας εποχής στην οποία οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της ιστορίας, οι Χριστιανοί και οι Μουσουλμάνοι της Κρήτης, παρότι έβλεπαν την κατεύθυνση των αλλαγών, δεν μπορούσαν να προβλέψουν με βεβαιότητα την τελική έκβαση της ακολουθίας τους. Αφετέρου, έρχεται να υποστηρίξει με πειστικότητα ότι η περίοδος της Χαλέπας – με την παροχή διευρυμένης πολιτικής αυτοδιοίκησης και δημοσιονομικής αυτονομίας, τον διορισμό Χριστιανού Γενικού Διοικητή και την πιο αναλογική, υπέρ των Χριστιανών, κατανομή της εξουσίας – αποτέλεσε την κορύφωση των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών των Οθωμανών στο νησί: η αποτυχία τους ισοδυναμεί κατ’ ουσίαν με το τέλος της οθωμανικής Κρήτης.
Οι πολιτικές προϋποθέσεις της κατάρρευσης εμπεριέχονται στους ίδιους τους όρους της σύμβασης. Το καθεστώς της Χαλέπας δεν αποτελεί παρά ένα από τα υβριδικά και ασταθή πολιτικά καθεστώτα και μορφώματα που προέκυψαν από το συνέδριο του Βερολίνου (1878), απότοκα πειραματισμών στην πολιτική αλλαγή και συμβιβασμού διεθνών συμφερόντων και τοπικών συσχετισμών δύναμης (βλ. Ανατολική Ρωμυλία, Αυστροουγγρική διοίκηση στην Βοσνία). Η περιήγηση στο πολιτικό τοπίο της «ημιαυτόνομης» Κρήτης της Χαλέπας στέκεται στα φαινόμενα αναδίπλωσης στους θρησκευτικούς διαχωρισμούς, αναδίπλωση που σχετίζεται και με επιμέρους ζητήματα, όπως το βακουφικό, η χρήση δηλαδή των προσόδων από τα μουσουλμανικά ευαγή ιδρύματα. Αναδεικνύει ωστόσο, προς το τέλος της περιόδου, και τις τάσεις υπέρβασης αυτών των διαχωρισμών και ανάπτυξης συνεργειών στη βάση κοινωνικών και πολιτικών στοχεύσεων.
Οι τάσεις αυτές, όπως και γενικότερα η σταθερότητα του καθεστώτος της Χαλέπας, θα υπονομευθούν από τα μέσα της δεκαετίας του 1880 από τις εντεινόμενες δημοσιονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει το νησί. Η εξαιρετικά λεπτομερής και αναλυτική παρουσίαση των δημόσιων οικονομικών της Κρήτης διαγράφει το πλαίσιο και τους παράγοντες της κρίσης. Η συνεχιζόμενη απόσπαση έστω και μέρους των τελωνειακών προσόδων του νησιού από την Πύλη στερεί από το νησί τα ωφελήματα από την ευνοϊκή εμπορική συγκυρία του πρώτου μισού της δεκαετίας του 1880. Η κακή πορεία των δημοσίων οικονομικών του νησιού έχει όμως και εσωτερικά αίτια. Αν η στελέχωση μετά την Χαλέπα του κρατικού μηχανισμού με Χριστιανούς δίνει ένα τέλος στις αυθαιρεσίες και καταπιέσεις των Μουσουλμάνων αξιωματούχων, οι νέοι πολιτικά ισχύοντες της Χαλέπας χρησιμοποιούν δίχως ενδοιασμούς την φορολογία και τον κρατικό μηχανισμό για την αναπαραγωγή της κοινωνικής τους κυριαρχίας: η μη καταβολή των οφειλόμενων από τους ενοικιαστές φόρων, η συστηματική φοροδιαφυγή, ο πολλαπλασιασμός των δημόσιων θέσεων και εν γένει η χρήση του δημόσιου πλούτου από τους κυβερνώντες πολιτευτές για την ανάπτυξη των δικτύων υποστήριξής τους οξύνουν την δημοσιονομική κρίση, η οποία με γοργούς ρυθμούς και λόγω πιστωτικών παρενεργειών εκβάλλει σε οικονομική και κοινωνική κρίση και προδιαγράφει την κατάρρευση.
Το «Τέλος της Οθωμανικής Κρήτης» δεν είναι απλώς ένα καλογραμμένο βιβλίο που καλύπτει ένα σημαντικό βιβλιογραφικό κενό στην ιστορία της Κρήτης του 19ου αιώνα. Αποτελεί μια λεπτομερή και σε βάθος μελέτη που επιχειρεί για πρώτη φορά την ανασύνθεση του κοινωνικο-οικονομικού πλαισίου της πολυτάραχης ιστορίας του νησιού κατά τον 19ο αιώνα και δίνει τη δυνατότητα να ανοιχθούν τα σημαντικά ζητήματα της διαπλοκής των κοινωνικών και εθνοτικών αντιθέσεων κατά το πέρασμα στην νεωτερικότητα, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην επικοινωνία της ιστοριογραφίας της Κρήτης με τις σύγχρονες αναζητήσεις στην ιστοριογραφία της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων.
Οι πολιτικές προϋποθέσεις της κατάρρευσης εμπεριέχονται στους ίδιους τους όρους της σύμβασης. Το καθεστώς της Χαλέπας δεν αποτελεί παρά ένα από τα υβριδικά και ασταθή πολιτικά καθεστώτα και μορφώματα που προέκυψαν από το συνέδριο του Βερολίνου (1878), απότοκα πειραματισμών στην πολιτική αλλαγή και συμβιβασμού διεθνών συμφερόντων και τοπικών συσχετισμών δύναμης (βλ. Ανατολική Ρωμυλία, Αυστροουγγρική διοίκηση στην Βοσνία). Η περιήγηση στο πολιτικό τοπίο της «ημιαυτόνομης» Κρήτης της Χαλέπας στέκεται στα φαινόμενα αναδίπλωσης στους θρησκευτικούς διαχωρισμούς, αναδίπλωση που σχετίζεται και με επιμέρους ζητήματα, όπως το βακουφικό, η χρήση δηλαδή των προσόδων από τα μουσουλμανικά ευαγή ιδρύματα. Αναδεικνύει ωστόσο, προς το τέλος της περιόδου, και τις τάσεις υπέρβασης αυτών των διαχωρισμών και ανάπτυξης συνεργειών στη βάση κοινωνικών και πολιτικών στοχεύσεων.
Οι τάσεις αυτές, όπως και γενικότερα η σταθερότητα του καθεστώτος της Χαλέπας, θα υπονομευθούν από τα μέσα της δεκαετίας του 1880 από τις εντεινόμενες δημοσιονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει το νησί. Η εξαιρετικά λεπτομερής και αναλυτική παρουσίαση των δημόσιων οικονομικών της Κρήτης διαγράφει το πλαίσιο και τους παράγοντες της κρίσης. Η συνεχιζόμενη απόσπαση έστω και μέρους των τελωνειακών προσόδων του νησιού από την Πύλη στερεί από το νησί τα ωφελήματα από την ευνοϊκή εμπορική συγκυρία του πρώτου μισού της δεκαετίας του 1880. Η κακή πορεία των δημοσίων οικονομικών του νησιού έχει όμως και εσωτερικά αίτια. Αν η στελέχωση μετά την Χαλέπα του κρατικού μηχανισμού με Χριστιανούς δίνει ένα τέλος στις αυθαιρεσίες και καταπιέσεις των Μουσουλμάνων αξιωματούχων, οι νέοι πολιτικά ισχύοντες της Χαλέπας χρησιμοποιούν δίχως ενδοιασμούς την φορολογία και τον κρατικό μηχανισμό για την αναπαραγωγή της κοινωνικής τους κυριαρχίας: η μη καταβολή των οφειλόμενων από τους ενοικιαστές φόρων, η συστηματική φοροδιαφυγή, ο πολλαπλασιασμός των δημόσιων θέσεων και εν γένει η χρήση του δημόσιου πλούτου από τους κυβερνώντες πολιτευτές για την ανάπτυξη των δικτύων υποστήριξής τους οξύνουν την δημοσιονομική κρίση, η οποία με γοργούς ρυθμούς και λόγω πιστωτικών παρενεργειών εκβάλλει σε οικονομική και κοινωνική κρίση και προδιαγράφει την κατάρρευση.
Το «Τέλος της Οθωμανικής Κρήτης» δεν είναι απλώς ένα καλογραμμένο βιβλίο που καλύπτει ένα σημαντικό βιβλιογραφικό κενό στην ιστορία της Κρήτης του 19ου αιώνα. Αποτελεί μια λεπτομερή και σε βάθος μελέτη που επιχειρεί για πρώτη φορά την ανασύνθεση του κοινωνικο-οικονομικού πλαισίου της πολυτάραχης ιστορίας του νησιού κατά τον 19ο αιώνα και δίνει τη δυνατότητα να ανοιχθούν τα σημαντικά ζητήματα της διαπλοκής των κοινωνικών και εθνοτικών αντιθέσεων κατά το πέρασμα στην νεωτερικότητα, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην επικοινωνία της ιστοριογραφίας της Κρήτης με τις σύγχρονες αναζητήσεις στην ιστοριογραφία της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων.
*Ο Ανδρέας Λυμπεράτος είναι Ιστορικός-Ερευνητής, Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας.