27 Μάι Κ. Σβολόπουλος, “Η απόφαση για την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία: Κριτική επαναψηλάφηση”: κριτική του Ε. Χατζηβασιλείου.
“Ο ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΕΝΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ”
Ήταν η εκστρατεία στη Μικρά Ασία η μόνη οδός για την επιβίωση των Ελλήνων, οι οποίοι διαφορετικά φαίνονταν καταδικασμένοι σε εκδίωξη ή σταδιακό μαρασμό;
Μια νέα μελέτη επανεξετάζει την απόφαση του Βενιζέλου για τη διεκδίκηση της μικρασιατικής παράκτιας ζώνης.
του Ευάνθη Χατζηβασιλείου.
Η απόφαση του Ελευθερίου Βενιζέλου για τη διεκδίκηση τμήματος της παράκτιας ζώνης της Δυτικής Μικράς Ασίας το 1919-20 υπήρξε προϊόν μιας προσεκτικά σταθμισμένης μεθοδολογίας, παρόμοιας με αυτή που επέτρεψε στον κρητικό πολιτικό να σημειώσει τις εντυπωσιακές επιτυχίες του κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Ήταν η πολιτική του «υπολογισμένου κινδύνου» που εδραζόταν στη δυνατότητα της Ελλάδας να εξασφαλίσει ένα ευρύτατο δίκτυο διεθνούς υποστήριξης, βασισμένης με τη σειρά της όχι μόνον σε πολιτικές πραγματικότητες, αλλά και στα κυρίαρχα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής, πρώτιστα την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών. Στο βιβλίο επισημαίνεται η σημασία του ιδεολογικού στοιχείου: μεταξύ του Βενιζέλου και των ηγετών της Βρετανίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ υπήρχαν κοινοί προσανατολισμοί που κατέτειναν στην οικοδόμηση, μετά την τρομακτική εμπειρία του Μεγάλου Πολέμου, ενός νέου κόσμου, θεμελιωμένου στην ελευθερία και στην ορθολογική οργάνωση της διεθνούς κοινωνίας. Πέραν τούτων όμως η επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας, όπως τονίζει ο συγγραφέας, ήταν απότοκη και της σκληρής διαπίστωσης ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να επιτευχθεί η επιβίωση του ελληνισμού της Ιωνίας: η τροπή του νεοτουρκικού κινήματος στον εθνικισμό και η επακόλουθη συνεχής δίωξη των μη μουσουλμανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (όχι μόνον των Ελλήνων αλλά και των Αρμενίων) κατεδείκνυαν ότι δεν υπήρχε, πλέον, μια ρεαλιστική διαφορετική λύση στο πρόβλημα.
Το τελευταίο αυτό στοιχείο είναι και το κλειδί της σχετικής έρευνας. Σε τελική ανάλυση, ο κόσμος της «Εγγύς Ανατολής» (όπως τότε αποκαλούνταν η ευρύτερη περιοχή) έφτανε στις πρώτες δύο δεκαετίες του 20ού αιώνα σε μία μείζονα καμπή. Τελείωνε οριστικά μια εποχή χιλιετιών κατά την οποία η περιοχή αυτή είχε χαρακτηριστεί από το μοντέλο διακυβέρνησης της πολυεθνικής αυτοκρατορίας. Στα νέα δεδομένα- διαφαίνονταν ήδη το 1919 – το μοντέλο του έθνους-κράτους θα γενικευόταν και εδώ• οι αδράνειες ήταν τεράστιας ισχύος• και σε αυτό το πλαίσιο η επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία ήταν η μόνη οδός για την επιβίωση ενός ελληνικού πληθυσμού ο οποίος διαφορετικά φαινόταν καταδικασμένος σε βίαιη εκδίωξη ή επίπονο σταδιακό μαρασμό- όπως άλλωστε είχε ήδη συμβεί στην Ανατολική Ρωμυλία και θα συνέβαινε και αλλού, π.χ. στην Αίγυπτο, μεταπολεμικά. Πολυπολιτισμική λύση θα μπορούσε να επιδιωχθεί μόνον στο πλαίσιο ενός δημοκρατικά οργανωμένου έθνους-κράτους. Υπό την έννοια αυτή, η όποια κριτική προς την απόφαση του Βενιζέλου είναι ασφαλώς θεμιτή, μόνον όμως υπό την προϋπόθεση ότι θα συνοδευθεί από τη ρητή διαπίστωση πως έτσι κι αλλιώς ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας θα πρέπει να θεωρηθεί καταδικασμένος και η εκδίωξή του «αναπόφευκτη».
Ο ίδιος ο Βενιζέλος, υπογραμμίζει ο Κ. Σβολόπουλος, δεν πίστευε σε μια παρόμοια αναπότρεπτη δυσμενή έκβαση. Αντίθετα, η μελέτη επιβεβαιώνει μία από τις βασικές υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί σχετικά: καταδεικνύει ότι η κυβερνητική (και ουσιαστικά καθεστωτική) αλλαγή, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, επέφερε μείζονες ανακατατάξεις, που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις. Πρώτον, προκάλεσε την αποσάθρωση της ευρύτατης διεθνούς συμμαχίας πάνω στην οποία ο Βενιζέλος έδραζε την επιτυχία του εγχειρήματος• συμμαχίας- τονίζεται στο βιβλίο- η οποία δεν είχε αποδυναμωθεί έως την ημέρα των εκλογών (άλλωστε, ήταν νωπή η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών), αλλά άρχισε να διαλύεται αμέσως κατόπιν. Δεύτερον, η αλλαγή των διεθνών δεδομένων υπήρξε παράγοντας που ίσως δεν προκάλεσε αλλά σίγουρα ενίσχυσε τη διόγκωση του κεμαλικού κινήματος, το οποίο (σε συνθήκες πιο ευνοϊκές) κατόρθωσε να ενοποιήσει πολιτικά μουσουλμανικούς πληθυσμούς του μικρασιατικού χώρου που δεν ήταν το 1919-20- ή τουλάχιστον δεν θεωρούνταν- εθνολογικά ομοιογενείς, να εξασφαλίσει διεθνή στήριξη και να επικρατήσει στον στρατιωτικό αγώνα.
Αποφασισμένος να εμμείνει στους αυστηρότερους κανόνες της επιστημονικής ιστορικής μεθόδου, ο Κ. Σβολόπουλος δεν προχωρεί στη διατύπωση υποθέσεων: το βιβλίο δεν ισχυρίζεται ότι η μικρασιατική εκστρατεία θα είχε «σίγουρα» πετύχει εάν είχε παραμείνει στην εξουσία ο Βενιζέλος• ούτε και επιχειρεί μία (εξ ορισμού επισφαλή) διατύπωση υποθέσεων για το πώς ο ίδιος ο ηγέτης των Φιλελευθέρων θα είχε χειριστεί μια ενδεχόμενη δυσμενή τροπή των εξελίξεων. Αυτά ανήκουν στον χώρο της εικασίας, στον οποίο ο συγγραφέας αρνείται να εισέλθει. Η μεθοδολογική τούτη προσέγγιση ίσως είναι και ένα από τα σημαντικότερα δείγματα επιστημονικής συνέπειας του έργου.
Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
(ημερομηνία δημοσίευσης, Κυριακή 24 Μαΐου 2009
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=269683&ct=56&dt=24/05/2009)